- εμβολιάσιμος
- η , ο [ος , ον ] восприимчивый к прививке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμβολιάσιμος — η, ο κατάλληλος ή ικανός να εμβολιαστεί … Dictionary of Greek